-
1 βάβρηξ
Grammatical information: m.\/f.?Meaning: βάβρῆκες τὰ οὖλα (gums) τῶν ὀδόντων, οἱ δε σιαγόνας οἱ δε ἐν τοῖς ὀδοῦσιν ἀπὸ τῆς τροφῆς κατεχόμενα (var. βέβρηκες τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος).Other forms: βάρηκες, s.v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Kalléris, Macédoniens 114f. derives the word from a root βρ- in βίβρωσκω, but this has a root in laryngeal (hardly lost in composition). He and DELG connect βαβρήν, for which I see no reason. Is βάρηκες just a mistake? The meaning of βέβρηκες is not clear to me (hardly μέρος = `piece of food'). The word is prob. Pre-Greek, cf. the variation α\/ε. Cf. βαβρήν.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάβρηξ
-
2 βεβράδα
βεβράδα· ἀθερίνην, Hsch. [full] βεβράξαντα· συντόνως κεκραγότα, Id. [full] βέβρηκες· τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος, Id. [full] βέβροξ· ἀγαθός, χρηστός, καλός, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βεβράδα
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский